ἀναπληρῶ

ἀναπληρῶ
ἀναπληρόω
fill up
pres subj act 1st sg
ἀναπληρόω
fill up
pres ind act 1st sg
ἀναπληρόω
fill up
pres subj act 1st sg
ἀναπληρόω
fill up
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναπληρωτής — ο (θηλ. –ώτρια) αυτός που αναπληρώνει, που αντικαθιστά κάποιον, προσωρινός ή μόνιμος αντικαταστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπληρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες ως απόδοση τού γαλλ. suppleant] …   Dictionary of Greek

  • αναπληρωτικός — ή, ό (Α ἀναπληρωτικός, ή, όν) ο αναπληρωματικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπληρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Αντ. Ροντήρη] …   Dictionary of Greek

  • αναπληρώνω — (Μ ἀναπληρώνω, Α ἀναπληρῶ, όω) 1. συμπληρώνω κάτι ελλιπές ή τό αντισταθμίζω με κάτι άλλο 2. παίρνω τη θέση κάποιου προσωρινά ή οριστικά, τόν αντικαθιστώ αρχ. Ι. ενεργ. 1. γεμίζω το κενό μέρος, καλύπτω, συμπληρώνω 2. πληρώνω ολόκληρο το χρηματικό… …   Dictionary of Greek

  • παραναπλήρωμα — τὸ, Α το συμπλήρωμα τού παραλληλογράμμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀναπληρῶ] …   Dictionary of Greek

  • προαναπληρώ — όω, Α γεμίζω καλά από πριν («ἵνα τὴν λείπουσαν τοῑς βασάνοις προαναπληρώσωσι κόλασιν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναπληρῶ «γεμίζω, συμπληρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσαναπληρώ — όω, ΜΑ 1. γεμίζω εντελώς κάτι 2. συμπληρώνω κάτι επιπροσθέτως («τὰ ἐλλείποντα προσαναπληροῡν», Απολλ. Δύσκ.) αρχ. μέσ. προσαναπληροῡμαι, όομαι γεμίζω κάτι εντελώς προσθέτοντας κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναπληρῶ «γεμίζω το κενό μέρος,… …   Dictionary of Greek

  • υπεραναπληρώ — όω, Μ [ἀναπληρῶ] αναπληρώνω και με το παραπάνω, πλουσιοπάροχα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”